- Ὑλλίς
- Ὑλλίς f. adj.,1 of Hyllos πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (cf. v. 64, τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς) P. 1.62
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τετραπτερυλλίς — ίδος, ἡ, Α (για ένα είδος ακρίδας) αυτή που έχει τέσσερα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπτερος + επίθημα υλλίς (πρβλ. ἀκανθ υλλίς)] … Dictionary of Greek
θανατουλίδα — η το θανατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτ. *θανατυλλίς (< θάνατος + επίθημα υλλίς), το οποίο υπετέθη ως προσωνυμία τής Περσεφόνης, που ήταν «έφορος τού θανάτου» (Κοραής, Άτακτα 4, 168), κατά το γενετυλλίς, προσωνυμία τής Αφροδίτης, που ήταν… … Dictionary of Greek