Ὑλλίς

Ὑλλίς
Ὑλλίς f. adj.,
1 of Hyllos πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (cf. v. 64, τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς) P. 1.62

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετραπτερυλλίς — ίδος, ἡ, Α (για ένα είδος ακρίδας) αυτή που έχει τέσσερα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπτερος + επίθημα υλλίς (πρβλ. ἀκανθ υλλίς)] …   Dictionary of Greek

  • θανατουλίδα — η το θανατικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτ. *θανατυλλίς (< θάνατος + επίθημα υλλίς), το οποίο υπετέθη ως προσωνυμία τής Περσεφόνης, που ήταν «έφορος τού θανάτου» (Κοραής, Άτακτα 4, 168), κατά το γενετυλλίς, προσωνυμία τής Αφροδίτης, που ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”